χρηματόγραφο

χρηματόγραφο
το, Ν
(παλ. όρος) δικαιόγραφο που έχει ως αντικείμενο κάποια χρηματική παροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, χρήματος + -γράφο (< γράφω), πρβλ. χρεώ-γραφο. Η λ., στον πληθ. χρηματόγραφα, μαρτυρείται από το 1894 στη Λογοδοσία πρυτάνεως πανεπιστημίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”